κουκουρβιτίδες

κουκουρβιτίδες
(cucurbitaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 90 γένη και 700 είδη. Πρόκειται για αναρριχώμενα ή έρποντα φυτά που χαρακτηρίζονται από πεντάγωνα στελέχη και έλικες. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή και, συνήθως, πλατιά, παλαμοσχιδή και πεντάλοβα. Έχουν ακτινόμορφα, συνήθως δίκλινα, μόνοικα ή δίοικα άνθη με πεντάλοβο κάλυκα, συμφυή με την ωοθήκη· η στεφάνη είναι συνήθως πολύ εμφανής, κωδωνοειδής ή αστεροειδής, συχνά κίτρινη, ο στύλος είναι κοντός με τρία στίγματα και οι στήμονες είναι πέντε. Ο καρπός είναι ράγα, ποικίλης μορφής και μεγέθους, με παχύ και σκληρό φλοιό και με χυμώδη και σαρκώδη σάρκα, στην οποία περικλείονται τα σπέρματα. Από τα πιο κοινά είδη κ. είναι: η κολοκυθιά, με τα διάφορα είδη και ποικιλίες της (κουκούρβιτα η κολοκύνθη που δίνει τα κολοκύθια ή κολοκυθάκια· κουκούρβιτα η μεγίστη που δίνει τα γλυκοκολόκυθα· κουκούρβιτα η μόσχομη), η πεπονιά (κουκουμίς ο πέπων), η καρπουζιά (κιτρούλος ο κοινός), η αγγουριά (κουκουμίς η εδώδιμη), όλα με εδώδιμους καρπούς. Από τα λιγότερο γνωστά είδη, αλλά με εδώδιμο καρπό, είναι το σέχιο ή σηκίο το εδώδιμο, ιθαγενές του Μεξικού, με πρασινωπούς ή αχυρόχρωμους, αχλαδόμορφους καρπούς, των οποίων οι κατά μήκος πλευρές είναι αγκαθωτές και περιέχουν μόνο ένα χοντρό σπέρμα. Στην Ελλάδα αυτοφύονται η βρυωνία η δίοικη (αγριόκλημα ή αμπελουρίδα), που ζει στα δάση και στους φράχτες, και το εκβάλλιο το ελατήριο (πικραγγουριά), που εκτινάσσει τα σπέρματά του. Και τα δύο φυτά έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Αξιοσημείωτα είναι και τα λεγόμενα φυτικά σφουγγάρια, λούφα η οξύγωνη και λούφα η αιγυπτιακή, με αγγουρόμορφους καρπούς, οι οποίοι, κατά την ωρίμασή τους, μετατρέπουν το εσωτερικό τους σε μια σπογγώδη-ινώδη μάζα, με μορφή πυκνού δικτυωτού πλέγματος, που χρησιμοποιείται ως σφουγγάρι για πλύσιμο και εντριβές (λίφια). Η κολοκυθιά, ένα από τα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εκβάλλιο — το εκβάλλιο το ελατήριο η πικραγγουριά, φυτό τής οικογένειας κουκουρβιτίδες, τού οποίου όταν ωριμάσει ο καρπός εκτοξεύει τα σπέρματα σε μεγάλη απόσταση …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …   Dictionary of Greek

  • κολοκυνθίδες — οι βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικοτυλων φυτών, η μόνη τής τάξης κολοκυνθώδη ή κουκουρβιτώδη, αλλ. κουκουρβιτίδες …   Dictionary of Greek

  • κουκουμίς — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας κουκουρβιτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cucumis < λατ. cucumis «αγγούρι»] …   Dictionary of Greek

  • λαγηναρία — η βοτ. φυτό τής οικογένειας κουκουρβιτίδες, η νεροκολοκυθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagenaria < νεολατ. lagenaria < λατ. lagena < ελλ. λάγηνος + κατάλ. aria] …   Dictionary of Greek

  • τριχοσανθές — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κουκουρβιτίδες τής τάξης κουκουρβιτώδη και το οποίο περιλαμβάνει μονοετή ή πολυετή ποώδη φυτά, ιθαγενή τής νοτιανατολικής Ασίας και τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”